- βρόχος
- ο (AM βρόχος)1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη2. παγίδα για πουλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (> *μβρόχος > βρόχος)πρβλ. αρχ. σλαβ. mrěža «κορδόνι», σερβ. mreža «κλωστίτσα», λιθ. mάrška «κλωστίτσα» κ.λπ.ΠΑΡ. βροχίζω, βροχωτόςαρχ.βρόχιος(αρχ. -μσν.) βροχίς (Ι)μσν.- νεοελλ.βρόχινεοελλ.βροχάδα (II), βροχίδα (II), βροχός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βροχόλουρο, βροχοπιάνω. (Β' συνθετικό) δεσμόβροχος, πεδόβροχος, πολύβροχος, υπόβροχος].
Dictionary of Greek. 2013.